σορολόπ, κ. σορολόπι, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. sorolop], η πλήρης αδιαφορία·
- παίρνω στο σορολόπ  ή το παίρνω στο σορολόπ, δεν αντιμετωπίζω κάτι στα σοβαρά και αδιαφορώ για τις συνέπειες: «μην παίρνεις στο σορολόπ την υπόθεση, γιατί τα πράγματα είναι σοβαρά»·
- το ρίχνω στο σορολόπ, αδιαφορώ εντελώς για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου, συμπεριφέρομαι ανέμελα, κάνω ό,τι μου κατέβει και αδιαφορώ για τις συνέπειες: «έχει φορτώσει τη δουλειά στον κόκορα και το ’χει ρίξει στο σορολόπ με τα ξενύχτια και τα γλέντια που κάνει». (Τραγούδι: ένα δυο τρία οπ, το ’ριξα στο σορολόπ
- τον παίρνω στο σορολόπ, δεν τον αντιμετωπίζω στα σοβαρά, με σοβαρότητα: «δεν ήξερα ότι ήταν κοτζάμ επιστήμονας, και τον πήρα στο σορολόπ». (Λαϊκό τραγούδι: Χριστόφορε Χριστόφορε, στραβά η μοίρα το ’φερε, με τέτοιο χαρακτήρα νε στο σορολόπ σε πήρανε).